Το σχολείο μου
Έτσι στα καλά καθούμενα, μου ’ρθε στο νου το σχολειό μου, το επιβλητικό, στα μάτια μας τότε, παραδοσιακό κτίριο. Το ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΜΗΘΥΜΝΗΣ! Δεκαετία του ‘50… Σήμερα εκεί στεγάζεται το Δημαρχείο. Στις ψηλές αίθουσες του, μάθαμε τα πρώτα μας γράμματα με αγαπημένους, σοφούς κι αυστηρούς δασκάλους. Την κυρά-Τριανταφυλλιώ, την κυρία Έλλη, τον κύριο Δουραμάνη και τον αξέχαστο Στράτο Χατζηγιάννη. Εκεί, μέσα στις τάξεις του, ταξιδέψαμε στον κόσμο, χρωματίζοντας τοπους και χάρτες με τις μπογιές μας, εκεί γράψαμε τις πρώτες μας εκθέσεις, αφήνοντας τη φαντασία να προδιαγράψει το αβέβαιο μέλλον μας. Στη χωματένια του αυλή, στα διαλείματα, κάναμε τα παιχνίδια μας, και μερικές φορές εκεί γυμναζόμασταν… δήθεν. Πιστεύαμε, τότε, πως ο κόσμος ήταν μια δρασκελιά, φτιαγμένος στο μπόι μας. Εκεί μέσα αναπτύχθηκαν τα παιδικά μας κορμάκια, ενισχυμένα με κουταλιές από μουρουνόλαδο! Μα… και τα ευαίσθητα νεανικά μηνύματα, αυτές οι τρυφερές κι ονειροπόλες γραφές, ριγμένες μέσα στα αγνά λευκώματα των κοριτσιών. Ποιος δεν τα θυμάται… Όμορφα και νοσταλγικά τα χρόνια της αθωότητας, στο Δημοτικό Σχολείο του Μολύβου…
Κι εγώ, μισό αιώνα μετά, στα πενήντα μου και κάτι, «τα λέω», συχνά, με τους παλιούς συμμαθητές μου και συμμαθήτριες μέσα από ξεθωριασμένες φωτογραφίες στο παρατημένο μου άλμπουμ: Βουρσούκη, Δημητρίου, Γκούλη. Καραμπιπέρη, Γιαννάκος, Μπάντα, Τεκές, Ταλιάνη, Χαδούλα, Τσαλίκης, Τσακαλάκης, Χατζηχρήστος, Παπαμερή, Κανδύλης, Τυμπάνη, Σάμπος, Στυψιανός και άλλοι, που πάντα θα τους θυμάμαι σε πείσμα της αδύνατης μνήμης μου. Τα παιδιά του σχολείου μας, τότε, σήμερα με γκρίζα ή άσπρα μαλλιά κι ανεξίτηλα σημάδια οι αυλακές των ρυτίδων μας. Κομμάτια ενός παρελθόντος που πια έχει φύγει. Ψηφίδες συναισθημάτων που βιώθηκαν με ένταση και στο διάβα του χρόνου ατόνησαν ή χάθηκαν για πάντα. Ήρωες καθημερινοί, τσαλακωμένοι, άβουλοι, ονειροπόλοι, όσοι απομείναμε, σκόρπιοι εδώ κι εκεί, συλλέγοντας τη γύρη των ελπίδων μας στις κυψέλες της καθημερινότητας. Ίσως να έχουμε ξεχάσει, κιόλας, εκείνα τα όνειρα. Ίσως να έχουμε συμβιβαστεί με ό,τι όρίσε η μοίρα μας.
Η ζωή προχωρεί με δρασκελιές μεγάλες, παράξενη και ωραία κι αυτά τα φύλλα του ημερολογίου δεν έχουν σταματημό, φεύγουν, σκορπούν στον άνεμο. Κι εγώ επιμένω να δω τι απόμεινε απ’ αυτή την παρέα που ράγισε και σκόρπισε… σαν τα φύλλα. Προσπαθώ να τους φανταστώ στην πορεία του χρόνου… Γονείς, επιστήμονες, νοικοκυρές, επιχειρηματίες, καλλιτέχνες, μετανάστες, υπαλλήλους, συνταξιούχους, παππούδες, γιαγιάδες και ό,τι άλλο προέκυψε στο μακρύ ταξίδι της ζωής. Συνάμα ανοίγω και το τετράδιο της προσωπικής μου διαδρομής και ταξιδεύω στο ξέφωτο της μνήμης. Το βλέμμα μου, επίμονα, στέκεται στο συνεσταλμένο παιδάκι με το κουρεμένο, σύρριζα, κεφαλάκι και το κοντό παντελονάκι, στις ξεθωριασμένες εικόνες του εαυτού μου στον καθρέπτη των αναμνήσεων κι ανάμεσα στα σοκάκια και τις φυλλωσιές του χρόνου.
Μου μένει αυτή η γλυκόπικρη γεύση μιας μακρινής εποχής προτού οι προσδοκίες και τα όνειρά μας, σκοντάψουν σε τούτη την άλλη πραγματικότητα. Κι ας πιάνω, πολές φορές, την καρδιά μου να χτυπάει στους τότε ρυθμούς. Μου κάνει εντύπωση πόσο άλλαξαν οι εποχές, πόσα πράγματα, μας διέφυγαν από ’κείνα τα ελπιδοφόρα χρόνια, για να καταντήσουμε σήμερα έρμαια της ρουτίνας. Η ζωή με τις ανάγκες της είναι καμιά φορά πιο δυνατή από τις ψυχικές μας ανάγκες κι άθελά μας βουλιάζουμε μέσα στις απαιτήσεις της. Ο χώρος στένεψε, μίκρυνε, ήρθε στα μέτρα των συμφερόντων μας.
Τι σου είναι, μερικές φορές ο άνθρωπος. Είναι, ακριβώς, αυτή η χαμένη παιδικότητα κι αθωότητα που σου έρχονται ξαφνικά σαν ελπιδοφόρο αεράκι, γιατί ό,τι και να δει κανείς μεγάλος το ξεχνά. Οι μνήμες που κατοικούν στη ψυχή είναι ούτως ή άλλως… οι παιδικές.
Στράτος Δουκάκης