Ο Τροβαδούρος του καμμένου βουνού
Στα παιδικά μου μάτια φάνταζε, τότε, σαν μύθος. Μια μορφή βγαλμένη, θαρρείς, από μια παμπάλαια ξεθωριασμένη φωτογραφία. Έτσι ήταν, όντως, αυτός ο ιδιόρρυθμος, ο πρωτόγονος, ο σκληρός άντρακλας όταν ανηφόριζε το καλτντερίμι, στο έμπα της αγοράς, και ξεπρόβαλε καμαρωτός από το «σκεπαστό». Μ’ έναν λεβέντικο, πάντα, ρυθμό στο βημαρισμό του. Το ηλιοκαμένο του πρόσωπο, κάτω από την κάσκα του, άφηνε να φανεί ένα γένι κι ένα αγέρωχο αυστηρό βλέμμα. Παίζαμε, μωρά εμείς, στον αυλόγυρο της Λέσχης κι αμέσως όταν αντηχούσε ο γδούπος από τις αρβύλες του, μια ανατριχίλα, ένα δέος μας διαπερνούσε. Και νάτος εκείνος μοναχικός, τραχύς, περήφανος ιππότης με μια λεβέντικη κορμοστασιά, ντυμένος, πάντα σαν αντάρτης. Ένα χακί σακίδιο σταυρωτά στον ώμο κι ένα ραβδί στο χέρι, ένας ατίθασος μαχητής της γης. Ερχόταν για λίγο στο χωριό για τις ανάγκες του κι αποτραβιώταν κατόπι στον κόσμο του, στο βουνό του, το Γιανίκ-Μπαϊρ, πάνω απο την Αγια-Λεμονή ανάμεσα Πέτρας και Μόλυβου. Ένιωθε, έλεγε, πως μένοντας κοντά στους ανθρώπους έχανε την ανθρωπιά του, πόθος του και λαχτάρα ήταν να σώσει την καρδιά του. Ένας σύγχρονος ερημίτης μιας απόκοσμης ζωής.
Αυτή ήταν η εικόνα του για μας, τίποτε περισσότερο δεν γνωρίζαμε γι αυτόν τον παράξενο άνθρωπο που τον θαυμάζαμε αλλά συγχρόνως μας έσκιαζε. Δεν ξέραμε τι έκρυβε στην πονεμένη καρδιά του αυτό το «βουνίσιο, ατίθασο αγρίμι». Κι ούτε μας βοηθούσε η περιορισμένη μας παιδική φαντασία.
Πέρασαν από τότε πολλά χρόνια, μακριά πια κι εγώ, όταν διάβασα, γι’ αυτόν ότι: «Ζούσε σ’ ένα κόσμο κλειστό, ερμητικά περιορισμένο, που δεν ήθελε να παραβιαστεί με καμιά δύναμη». Στους λίγους εκλεκτούς του φίλους ομολογούσε πως: «Είναι ευτυχισμένος. Έφυγε από τους ανθρώπους κι έτσι δεν του λείπε τίποτα. Μαζί τους, έλεγε, έχεις το αίσθημα πάντα πως κάτι σου οφείλουν, γι’ αυτό είσαι δυστυχισμένος, όπως όλοι οι δανειστές». Όπως και τούτο: «Ήθελε σε κάθε βηματισμό του να κρατά το δικό του ρυθμό, ελεύθερος και απροσγείωτος σε όσα συνέβαιναν γύρω του, για τούτο ήταν απόκοσμος και αυταρχικός, σε όλες τις εκδηλώσεις του». Τίποτα, όμως, καινούργιο σε όλα τούτα, η ξεθωριασμένη φωτογραφία δεν άλλαζε αλλά πάντα είχα στο νου μου πως κάτι μυστηριώδες, ακόμα, υπήρχε γύρω από τούτον τον άνθρωπο.
Που να φανταζόμουν πως τούτο το «θεριό» για το οποίο μιλάμε ήταν «ο πιο ζωηρός των πρώτων βαζιβουζούκων, τότε που η Λεσβιακή Άνοιξη βρισκόταν στο πρώτο της αναπήδημα και δοκίμαζε τα φτερά της…». Που να χώραγε στο μυαλό μου πως εκείνος «με ροζιασμένα χέρια πάνω σε φλούδες δέντρων, έγραφε στίχους και πεζά, σκορπούσε την πνευματικότητά του σ’ όλο το νησί, θρηνούσε τη χαμένη πατρίδα του και τη χαμένη γυναίκα του. Αγύριστη και η πατρίδα και η γυναίκα του. Μόνο στην τέχνη τις ξανάβρισκε και τις πλαστουργούσε…».
Χρειάστηκε να διαβάσω, ύστερα από αρκετά χρόνια το βιβλίο του «ΤΟ ΚΑΜΕΝΟ ΒΟΥΝΟ» για να μπορέσω, κάπως να ξεδιαλύνω στο μυαλό μου τη θαμπάδα που είχα. Κι επιχείρησα, όσο μπορούσα, τώρα, να σκιαγραφήσω μια απ’ τις πιο παράξενες μορφές του τόπου μου και μπορώ να πω πως με ξενάγησε σε στιγμές γαλήνης και τρυφερότητας παρ’ όλη τη σκληρή ανθρώπινη παρουσία του. Λιγοστό το πνευματικό έργο που άφησε πίσω του, αλλά βγαλμένο από μια γραφίδα με μοναδικό λυρισμό, νοσταλγία και πόνο. Ήταν ο τροβαδούρος του Καμένου Βουνού, ο Μήτσος Καμίτζος, γνήσιος γιος κι αυτός της αστείρευτης νερομάνας… της Αιολίδας γης.
Στράτος Δουκάκης